- διάπλεγμα
- διάπλεγμαwoofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάπλεγμα — το (Α διάπλεγμα) [διαπλέκω] πλέγμα, πλεκτό κατασκεύασμα αρχ. (για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
καίρος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek